- ντιζέρ
- ο, θηλ. ντιζέζάκλ.1. τραγουδιστής σε κοσμικό κέντρο διασκέδασης2. ευφυολόγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. diseur / diseuse < γαλλ. dire «μιλώ» < λατ. dico «λέω, μιλώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αττίκ — (Αθήνα 1885 – 1944). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Κλέωνα Τριανταφύλλου, συνθέτη ελαφριάς μουσικής, ντιζέρ, στιχουργού και ηθοποιού. Έζησε αρκετά χρόνια στην πόλη Ζαγαζίκ της Αιγύπτου. Μόλις αποφοίτησε από τη νομική σχολή του πανεπιστημίου της… … Dictionary of Greek